ανήσυχος, -η, -ο
ani΄sichos, -i, -o
worrisome
γουόρισαμ
Ερμηνεία:
Αυτός που έχει χάσει την ψυχική του ηρεμία και αταραξία. Η ανησυχία συνυπάρχει σε αγχώδεις διαταραχές ή όταν υπάρχει κάποιο αντικειμενικό φοβικό επίμονο ερέθισμα.
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
E. Maseda, G. Maggi, R. Gomez-Gil, G. Ruiz, R. Madero, A. Garcia-Perea, L. Aguilar, F. Gilsanz, J. Rodriguez-Baño
J Clin Microbiol. 2013 February; 51(2): 518–521. doi: 10.1128/JCM.02469-12
Συνώνυμα:
Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ιατρικό λεξιλόγιο:
|